ξεγοφιασμένος

ξεγοφιασμένος
η , ο
1) вывихнувший бедро; 2) перен. надорвавшийся; измотавшийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεγοφιασμένος" в других словарях:

  • εξίσχιος — ἐξίσχιος, ον (Α) αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισχίον] …   Dictionary of Greek

  • ισχιορρωγικός — ή, ό (Α ἰσχιορρωγικός, ή, όν) αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος αρχ. (για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β , δ και στ χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ ός «ρωγμή» (<… …   Dictionary of Greek

  • ξεγοφιάζω — ξεγόφιασα, ξεγοφιάστηκα, ξεγοφιασμένος 1. μτβ., εξαρθρώνω, βγάζω τους γοφούς κάποιου. 2. μτφ., κουράζω κάποιον υπερβολικά. 3. το μέσ., ξεγοφιάζομαι μου βγαίνει ο γοφός, κουράζομαι υπερβολικά: Ξεγοφιάστηκα σήμερα να σηκώνω τόσο βάρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεγοφιάρης, -α, -ικο — αυτός που από γεννησιμιού του ή από ατύχημα έχει βγαλμένους τους γοφούς, ξεγοφιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»